- πολυαρμόνιος
- πολυ-αρμόνιος, mit vielen Stimmen, Melodieen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυαρμόνιος — ον, Α μουσ. αυτός που έχει πολλές αρμονίες, πολύφωνος («πολυαρμόνια καὶ πολύχορδα όργανα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αρμόνιος (< ἁρμονία), πρβλ. παν αρμόνιος] … Dictionary of Greek
πολυαρμόνιον — πολυαρμόνιος capable of being played upon in many modes masc/fem acc sg πολυαρμόνιος capable of being played upon in many modes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαρμόνια — πολυαρμόνιος capable of being played upon in many modes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek